- περίσαρκος
- -ον, Απολύσαρκος, σαρκώδης, κρεατωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. ά-σαρκος, κατά-σαρκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίσαρκον — περίσαρκος surrounded with flesh masc/fem acc sg περίσαρκος surrounded with flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαρκότερα — περίσαρκος surrounded with flesh neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαρκώ — όω, Α [περίσαρκος] περιβάλλω, περικαλύπτω με σάρκες από όλα τα σημεία … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek